συκοφαντούντων

συκοφαντούντων
σῡκοφαντούντων , συκοφαντέω
to be a
pres part act masc/neut gen pl (attic epic doric)
σῡκοφαντούντων , συκοφαντέω
to be a
pres imperat act 3rd pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κεραμεύς — Επώνυμο δύο λογίων της τουρκοκρατίας. 1. Δανιήλ (18ος αι.). Μοναχός και Διδάσκαλος του Γένους στην Πάτμο. Σπούδασε αρχικά στην Πατμιάδα Ακαδημία, όπου αργότερα δίδαξε, και στη συνέχεια στην Πατμιακή Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”